Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ανθρώπων με αναπηρίες

Του Θωμά Κατσιώνη ΜΑ

Διευθυντή του Ιδρύματος «Θεοτόκος»

Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των ανθρώπων με αναπηρίες ψηφίστηκε τον Δεκέμβρη του 2006 από την Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών. Αυτού προηγήθηκε μια πολύχρονη διαδικασία, κατά τη διάρκεια της οποίας τα Ηνωμένα Έθνη ασχολήθηκαν με το θέμα αναπηρία. Το επόμενο βήμα ήταν η επικύρωση της Σύμβασης και από την κυπριακή βουλή το 2011 και στη συνέχεια η εφαρμογή της ως εθνικό δίκαιο.

Η Σύμβαση απαιτεί μια αλλαγή. Μια αλλαγή  από την πολιτική της μέριμνας στην πολιτική των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτή θα απελευθερώσει το άτομο με αναπηρία από την «κοινωνική του αφάνεια». Αποτελεί δε συνέχεια άλλων συμβάσεων, όπως των συμβάσεων για τις γυναίκες και τα παιδιά. Όπως αυτές, έτσι και η σύμβαση για τα άτομα με αναπηρίες δεν περιέχει κάποια «ειδικά δικαιώματα» για την ομάδα αυτών των ανθρώπων. Απλά αποσαφηνίζει και συγκεκριμενοποιεί την γενική προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων λαμβάνοντας υπόψη τους ιδιαίτερους κινδύνους στους οποίους είναι εκτιθεμένα τα άτομα με αναπηρίες.  Ακριβώς στο σημείο αυτό βρίσκεται και η νεωτεριστική δυναμική της σύμβασης.

Ορισμός της αναπηρίας

Ο ορισμός της αναπηρίας, έτσι όπως αυτός ορίζεται στα δημόσια έγγραφα, αποτελεί και έκφραση της ανθρώπινης εικόνας. Ο ορισμός αυτός έχει αλλάξει πολλές φορές. Οι ορισμοί αυτοί της αναπηρίας βρίσκονται σε μια σχέση αλληλεπίδρασης με μέτρα, τα οποία είτε είναι υποστηρικτικά προς τα άτομα με αναπηρίες ή προάγουν τις διακρίσεις. Ωστόσο κάνει μια μεγάλη διαφορά εάν απαιτείται η αλλαγή και προσαρμογή του ατόμου με αναπηρία επειδή έχει μια ανεπάρκεια και αποκλίνει από το «φυσιολογικό» – ή εάν απαιτείται από την κοινωνία και κατ’ επέκταση το κράτος να δημιουργήσει εκείνα τα πλαίσια και τις προϋποθέσεις που οι σωματικές ή άλλες μειονεξίες δεν θα παίζουν απολύτως κανένα ρόλο στην αποτελεσματική συμμετοχή των ανθρώπων με αναπηρίες στην κοινωνία.

Όταν ορίζεται η έννοια της αναπηρίας σε νομοθετικά κείμενα, τότε τίθεται, πολύ συχνά, ως μέτρο σύγκρισης ο «φυσιολογικός άνθρωπος». Έτσι, στο νόμο που προνοεί για τα άτομα με αναπηρίες του 2000 βρίσκουμε ότι, «αναπηρία σε σχέση με άτομο σημαίνει οποιασδήποτε μορφής ανεπάρκεια ή μειονεξία η οποία προκαλεί μόνιμο ή απροσδιόριστης διάρκειας σωματικό, διανοητικό ή ψυχικό περιορισμό στο άτομο που λαμβάνοντας υπόψη το ιστορικό και άλλα προσωπικά στοιχεία του εν λόγω ατόμου μειώνει ουσιωδώς ή αποκλείει τη δυνατότητα εκτέλεσης μιας ή περισσότερων δραστηριοτήτων ή λειτουργιών που θεωρούνται φυσιολογικές και ουσιώδεις για την ποιότητα ζωής κάθε ατόμου της ίδιας ηλικίας που δεν έχει τέτοια ανεπάρκεια ή μειονεξία».

Η ανάγκη για αλλαγή δικαιολογείται λοιπόν με μια απόκλιση από μια τυπική κατάσταση. Η θετική άποψη συμβαδίζει με ένα ανεπιθύμητο συνοδευτικό φαινόμενο, το οποίο δεν γίνεται  αντιληπτό μόνο ως ανάγκη για αλλαγή και υποστήριξη, αλλά και ως μια ανεπάρκεια των ανθρώπων με αναπηρίες. Από την άλλη πλευρά, αυτό συμβαδίζει με την προσμονή, ότι ο άνθρωπος με αναπηρία θα πρέπει να προσαρμοστεί, να αλλάξει. Η ανάγκη για δράση θεωρείται, ότι ανήκει κυρίως στον άνθρωπο με αναπηρία. Η επιστήμη που ασχολείται με τα θέματα αναπηρίας δημιούργησε για το λόγο αυτό τον όρο «μοντέλο της ανεπάρκειας» ή  «ατομικό μοντέλο». Τέτοιου είδους έννοιες στιγματίζουν.

Ο ορισμός που χρησιμοποιείται από τη νομοθεσία δημιουργεί μια γραμμική αιτιατή σχέση μεταξύ της αναπηρίας και της παρεμπόδισης της συμμετοχής. Με πιο απλά λόγια υποστηρίζει, ότι η αποτελεσματική συμμετοχή στην κοινότητα δυσχεραίνεται λόγω της αναπηρίας.

Ο ορισμός της αναπηρίας στη σύμβαση των Η.Ε.

Η σύμβαση των Η.Ε. έχει επιλέξει μια άλλη πρόσβαση.  Ήδη στο προοίμιο γίνεται ξεκάθαρο ότι η επιλογή ενός δυναμικού και όχι τελεσίδικου ορισμού είναι αναγκαία, διότι η άποψη του τι είναι αναπηρία αλλάζει, συνεχώς, στο πέρασμα του χρόνου. Ο ορισμός αυτός αποφεύγει το στιγματισμό με το να μην κάνει συγκρίσεις με το «φυσιολογικό» και να μη περιγράφει κάποια γραμμική σχέση μεταξύ της αναπηρίας και της περιορισμένης συμμετοχής, αλλά αντί αυτού προσπαθεί να ανταποκριθεί στην πολυπλοκότητα του ορισμού.

Στο άρθρο 1 της Σύμβασης διαβάζουμε ότι «η αναπηρία είναι μια εξελισσόμενη έννοια και ότι απορρέει από τη αλληλεπίδραση μεταξύ ατόμων με βλάβη και διαταραχές συμπεριφοράς και εμπόδια που προέρχονται από το περιβάλλον τους, που δυσχεραίνουν την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή τους στην κοινωνία σε ίση βάση με τους άλλους».

Ο ορισμός αυτός στρέφει την προσοχή του προς τα εμπόδια, τα οποία – σε αλληλεπίδραση με τις μειονεξίες – περιορίζουν τις δυνατότητες συμμετοχής του ατόμου. Αυτά τα εμπόδια μπορεί να είναι φυσικά, να προέρχονται από το επίπεδο επικοινωνίας ή την εικόνα που έχουν οι άνθρωποι για την αναπηρία. Όταν λοιπόν η αναπηρία γίνεται αντιληπτή ως μια διαδικασία που βρίσκεται σε συνεχή αλληλεπίδραση με τις επικρατούσες κοινωνικές συνθήκες, τότε είναι πιθανή μια εξάλειψη των εμποδίων που δυσχεραίνουν τη συμμετοχή, καθώς επίσης και μια βελτίωση των μέσων που τη διευκολύνουν – με λίγα λόγια: ο στόχος της συμπερίληψης (inclusion) βρίσκεται στο επίκεντρο.

Το αναπηρικό κίνημα έχει, εδώ και πολλά χρόνια, επιστήσει την προσοχή, στο γεγονός ότι το πόσο έντονα οι μειονεξίες δυσχεραίνουν  τις δραστηριότητες των ανθρώπων, εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από το περιβάλλον. Το μήνυμα ότι «κάποιος δεν είναι ανάπηρος, αλλά γίνεται ανάπηρος» διανοίγει μια προοπτική στο παρεμποδιστικό περιβάλλον και απαιτεί την ανάγκη αλλαγής του. Στην περίπτωση αυτή,  οι κλάδοι σπουδών με θέμα την αναπηρία, έχουν διατυπώσει την έννοια του «κοινωνικού μοντέλου» ή του «μοντέλου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».

Η αρχή αυτή δεν είναι, βεβαίως, και τόσο νέα. Ήδη στη δήλωση της Βαρκελώνης, την οποία έχουν συνυπογράψει πολλές ευρωπαϊκές πόλεις, υπάρχει ένας δυναμικός ορισμός της «αναπηρίας», ο οποίος είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ της ατομικής νοημοσύνης και του επηρεασμού από περιβαλλοντικούς παράγοντες, οι οποίοι πάλι, με τη σειρά τους, βάζουν το στίγμα τους σ’ αυτή τη νοημοσύνη. Αυτό όμως δεν μπορεί να συγκριθεί με το μήνυμα που υπάρχει στη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών.

Τα εμπόδια βρίσκονται στα κεφάλια μας

Στο άρθρο 8 της Σύμβασης διαφαίνεται ξεκάθαρα η σημασία που προσδίδουν τα Η.Ε. στην εξάλειψη εμποδίων που σχετίζονται με τη στάση έναντι των ανθρώπων με αναπηρίες. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό οι χώρες που συνυπέγραψαν τη Σύμβαση υποχρεούνται να λάβουν μέτρα αφύπνισης ολόκληρης της κοινωνίας, καθώς επίσης προαγωγής της προστασίας των δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας των ανθρώπων με αναπηρίες. Να καταπολεμήσουν σε όλα τα επίπεδά της τα στερεότυπα, τις προκαταλήψεις και επιβλαβείς για τους ανθρώπους με αναπηρίες πρακτικές και να γίνει συνείδηση όλων οι ικανότητες και η συνεισφορά των ανθρώπων με αναπηρίες στην κοινωνία.

Για την εφαρμογή της Σύμβασης είναι αναγκαίο να μη δούμε μόνο τα μεμονωμένα άρθρα της, αλλά το σύνολό της. Σε σχέση μ’ αυτό το άρθρο 1 είναι ιδιαίτερα σημαντικό επειδή μέσω αυτού γίνεται ολοφάνερη η αλλαγή της θεώρησης του τι είναι αναπηρία. Σημαντική παράμετρος παραμένει η διαπίστωση των ατομικών αναγκών, σύμφωνα με τις οποίες θα παρέχεται και η αναγκαία υποστήριξη. Η Σύμβαση ενισχύει αρχές, οι οποίες βελτιώνουν την κατάσταση σε όλους τους τομείς της ζωής, το σχολείο, την εκπαίδευση, τη διαβίωση, την εργασία, την υγεία, την ψυχαγωγία, τον ελεύθερο χρόνο. Όσο λιγότερα εμπόδια υπάρχουν, τόσο λιγότερο περιοριστική είναι  μια αναπηρία.

Το πόσο σημαντική είναι η ευκαιρία συνάντησης μεταξύ ανθρώπων με και χωρίς αναπηρίες στην προσπάθεια για εξάλειψη των εμποδίων  και τη διαμόρφωση του «φυσιολογικού», το αναδεικνύουν τα πιο κάτω αποσπάσματα από μια συνέντευξη ενός ανθρώπου με κινητική αναπηρία. Αυτός ξεχωρίζει τρία φυσιολογικά πεδία, το άμεσο περιβάλλον, τη γειτονιά και την κοινωνία. Στο άμεσο περιβάλλον του, δηλαδή στις σχέσεις του με τους συγγενείς, τους φίλους και με όσους άλλους συνεργάζεται περιγράφει τον εαυτό του ως «φυσιολογικό». Αυτό αλλάζει όμως στη γειτονιά όπου κατοικεί. Παρατηρεί και χαρακτηρίζει αυτή την κατάσταση ως «όχι και τόσο φυσιολογική, οι άνθρωποι κοιτάζουν τόσο παράξενα». Αυτό αλλάζει όμως με τη συχνότητα των επαφών και τις γνωριμίες που κάνει με τους γείτονες. Έπειτα από όλα αυτά είναι γι’ αυτούς, σύμφωνα με τις εμπειρίες του, «φυσιολογικός». Η μεγαλύτερη απόσταση υπάρχει με την κοινωνία. Εδώ περιγράφεται η εξής κατάσταση: «Από την πλευρά της κοινωνίας είμαι μη φυσιολογικός, αυτό σημαίνει ότι δεν ταιριάζω στο συνηθισμένο, δηλαδή σ’ αυτό που κινείται, που μπορεί να φροντίσει τον εαυτό του και τα παρόμοια».

Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατέχει τη δυναμική να μη επηρεάσει, μόνο, τη ζωή  των ανθρώπων με αναπηρίες, αλλά και την κοινωνία γενικότερα.  Σύμφωνα με τον Heiner Bielefldt, διευθυντή του γερμανικού ινστιτούτου για τα ανθρώπινα δικαιώματα θα ήταν μια μεγάλη αλλαγή εάν «η αναπηρία δεν θα θεωρείτο από την αρχή ως κάτι το αρνητικό, αλλά θα ήταν αποδεκτή ως φυσικό μέρος της ανθρώπινης κοινωνίας και ως εκ τούτου θα αναγνωρίζονταν η αξία της ως πιθανή πηγή πολιτιστικού εμπλουτισμού (αρχή της διαφορετικότητας).